- πτερνοτρώκτης
- πτερνοτρώκτης, ου, ὁ,A Ham-nibbler, name of a mouse in Batr.29; also [suff] πτερνο-φάγος [ᾰ], ὁ, Ham-eater, ib.227.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτερνοτρώκτης — ὁ, Α (ως ονομασία ποντικού) αυτός που ροκανίζει πτέρνες, δηλ. χοιρομέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη (II) «χοιρομέρι» + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
Πτερνοτρώκτου — Πτερνοτρώκτης Ham nibbler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερνοτρώκτου — πτερνοτρώκτης Ham nibbler masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρνα — και πέρνη και πτέρνα, ἡ, Α χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. perna «χοιρομέρι». Ο τ. πτέρνα, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., οφείλεται είτε σε αστεϊσμό είτε σε επίδραση τής λ. πτέρνα (πρβλ. πτερνοτρώκτης)] … Dictionary of Greek